Δελτία Τύπου

Τα 18 ποιήματα που απήγγειλε η Λάρνακα στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Λάρνακας

Φωτογραφίες: Sotos Con

Την Τρίτη 20 Δεκεμβρίου, το Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Λάρνακας διοργάνωσε την εκδήλωση με τίτλο «Προσωπικότητες της Λάρνακας απαγγέλλουν το αγαπημένο τους ποιήμα» στο Δημοτικό Θέατρο Λάρνακας, όπου 18 γνωστές προσωπικότητες της Λάρνακας είχαν την ευκαιρία να απαγγείλουν το αγαπημένο τους ποίημα.

Πιο κάτω τα 18 ποιήματα που επέλεξαν προσωπικότητες της πόλης μας για να απαγγείλουν.

Ιάσων Ιασωνίδης Αντιδήμαρχος Λάρνακας / Παύλος Λιασίδης, Κανεί σε πιον (Ο Αντιδήμαρχος δεν μπόρεσε να παρευρεθεί και το ποίημα απάγγειλε ο εκπαιδευτικός και ποιητής Ανδρέας Τιμοθέου)

Πόλεμε, δαίμονα, κακόν, αξήλειφτον στον κόσμον,
παιδίν της νύχτας, μισταρκέ του Άδη, ψεύτη, κλέφτη,
όπου της νιότης θκιαλεχτούς κόβκεις αθθούς των δκυόσμων
τζι φάκκα στες κακόσοσρτες μανάες πάντα ππέφτει
που κάμνουσιν παιθκιά φτωχά της πείνας χτυπημένα
τζι έννεν στους φόους, στους καμούς ομπρός κατταρκασμένα.
Τα στήθη τζείνα πάνω τους π’ αλύπητα χτυπούσιν
σφαίρες πασαλλοϊτζιτες μες σε καβκαν τζι ειρήνην!
Απένταροι τζαι νηστιτζοί τζι ατιμασμένοι ζούσιν,
το στόμαν τους μερόνυχτα καπνίζει σαν καμίνιν,
γιατ΄εν μπορούσιν πόλεμε, να παραπονηθούσιν
τρέμουν σε, σαϊτίζουν σε, κάμνουν πως σ΄αγαπούσιν.
Μμα γέρασες, κανεί σε πκιον, εν μιλιούνια γρόνια
που ζεις κηφήνα της ζωής, τζαι τρως τζαι πίννεις γαίμαν…
αναστηθήκαν οι νεκροί, τζι εστρέψαν τα κανόνια πίσω τζαι καταπάνω σου,
να σε σκοτώσουν ψέμαν,

να λείψεις που το πρόσωπον της γης, να κυβερνήσει το διτζιον, να ξαναπλαστεί χαρά, τιμή τζαι ζήση.

 

Η βραδιά ξεκίνησε με το καλοσώρισμα του Προέδρου του Φεστιβάλ κ. Κωτόπουλου και της Καλλιτεχνικής Διευθύντριας κ. Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Η βραδιά ξεκίνησε με το καλοσώρισμα του Προέδρου του Φεστιβάλ κ. Κωτόπουλου και της Καλλιτεχνικής Διευθύντριας κ. Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου

Αλέξανδρος Κώνστας Σύμβουλος Α΄Πρεσβείας της Ελλάδας / Καβάφης Μύρης Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.

Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,πήγα στο σπίτι του, μόλο που το αποφεύγωνα εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,προπάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.

5Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησανα προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθηνπου οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπανμε προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.

Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη10που από την άκρην όπου στάθηκαείδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι,και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.

Στέκομουν κι έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.Και σκέπτομουν που οι συγκεντρώσεις μας κι οι εκδρομές15χωρίς τον Μύρη δεν θ’ αξίζουν πια·και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δωστα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μαςνα χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχουςμε την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού·20και σκέπτομουν που έχασα για πάντατην εμορφιά του, που έχασα για πάντατον νέον που λάτρευα παράφορα.

Κάτι γριές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν γιατην τελευταία μέρα που έζησε —25στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό.—Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρητέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κι έλεγαν προσευχέςενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,30ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).

Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.Από την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, ότανπρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.Μα ζούσεν απολύτως σαν κι εμάς.35Απ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές·σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούςόταν ετύχαινε η παρέα μας40να συναντήσει αντίθετη παρέα.Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.Μάλιστα μια φορά τον είπαμεπως θα τον πάρουμε μαζί μας στο Σεράπιον.Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε45μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.Α κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κι έστρεψε αλλού το βλέμμα.Όταν ενθουσιασμένος ένας μας50είπεν, Η συντροφιά μας να ’ναι υπότην εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,του πανωραίου Απόλλωνος — ψιθύρισεν ο Μύρης(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».

Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως55για την ψυχή του νέου δέονταν.—Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,και με τί προσοχήν εντατικήστους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζοντανόλα για την χριστιανική κηδεία.60Κι εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτηεντύπωσις. Αόριστα, αισθάνομουνσαν να ’φευγεν από κοντά μου ο Μύρης·αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,με τους δικούς του, και που γένομουν65ξένος εγώ, ξένος πολύ· ένιωθα κιόλαμια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κι είχα γελασθείαπό το πάθος μου, και πάντα τού ήμουν ξένος.—Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι,έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί70απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.

[1929*]

Εύρος Ευρυβιάδης  / Νικηφόρος Βρεττάκος Ειρήνη είναι όταν…
Σας χωρίζει ένα αδιόρατο χάσμα απ’ τον κόσμο.
Σας διέφυγαν πράγματα. Δεν τα ’χετε όλα
καλά λογαριάσει, δεν τα ’χετε δει,
ακούσει όσο πρέπει. Γι’ αυτό και σας φαίνεται
τόσο παράξενο, που κλείνω, ανοίγω
το παράθυρο κι άλλο δεν σας λέω:
«Ειρήνη!»
Ειρήνη, λοιπόν,
είναι ό,τι συνέλαβα μες απ’ την έκφραση
και μες απ’ την κίνηση της ζωής. Και Ειρήνη
είναι κάτι βαθύτερο απ’ αυτό που εννοούμε
όταν δεν γίνεται κάποτε πόλεμος.
Ειρήνη είναι όταν τ’ ανθρώπου η ψυχή
γίνεται έξω στο σύμπαν ήλιος· κι ο ήλιος
ψυχή μες στον άνθρωπο.
Πρόδρομος Αλαμπρίτης Βουλευτής Λάρνακας ΔΗΣΥ / Ελύτης, Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική
Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική·
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν’ ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια·
και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι!
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ’ αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων.
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!
Αντρέας Πασιουρτίδης Βουλευτής Λάρνακας ΑΚΕΛ Αριστερά Νέες δυνάμεις / Μ. Αναγνωστάκης Ποιητική
—Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,Την ιερότερη εκδήλωση του ΑνθρώπουΤη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιονΤων σκοτεινών επιδιώξεών σας5Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτεΜε το παράδειγμά σας στους νεοτέρους.
–Το τί δεν πρόδωσες εσύ να μου πειςΕσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας10Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάριαΚαι μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιάΝ’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.Για ποιά ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.15Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.
Κέλλυ Διαπούλη Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Λάρνακα 2030 για Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης / Ρίτσος, Καπνισμένο Τσουκάλι
Καὶ νὰ ἀδελφέ μου ποὺ μάθαμε νὰ κουβεντιάζουμε ἥσυχα κι ἁπλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα, δὲν χρειάζονται περισσότερα.
Κι αὔριο λέω θὰ γίνουμε ἀκόμα πιὸ ἁπλοί.
Θὰ βροῦμε αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ παίρνουνε τὸ ἴδιο βάρος
σ᾿ ὅλες τὶς καρδιές, σ᾿ ὅλα τὰ χείλη.
Ἔτσι νὰ λέμε πιὰ τὰ σύκα-σύκα καὶ τὴ σκάφη-σκάφη.
Κι ἔτσι ποὺ νὰ χαμογελᾶνε οἱ ἄλλοι καὶ νὰ λένε,
«Τέτοια ποιήματα, σοῦ φτιάχνουμε ἑκατὸ τὴν ὥρα.»
Αὐτὸ θέλουμε κι ἐμεῖς.
Γιατὶ ἐμεῖς δὲν τραγουδᾶμε γιὰ νὰ ξεχωρίσουμε ἀδελφέ μου ἀπ᾿ τὸν κόσμο.
Ἐμεῖς τραγουδᾶμε γιὰ νὰ σμίξουμε τὸν κόσμο.
…ἔχεις ἀκόμη νὰ κλάψεις πολὺ
ὥσπου νὰ μάθεις τὸν κόσμο νὰ γελάει.
Νικόλας Κυριακίδης Δικηγόρος –Ακαδημαϊκός / Ryan Kipling If (Η απαγγελία έγινε στα ελληνικά, σε μετάφραση του Δρ Κυριακίδη)
Αν μπορείς να παραμένεις δυνατός όταν γύρω σου όλοι τα έχουν παρατήσει
και ρίχνουν το φταίξιμο σε εσένα,
στον εαυτό σου αν μπορείς να ‘χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα να λαμβάνεις υπόψη και τις δικές τους αμφιβολίες για εσένα,
αν μπορείς να κάνεις υπομονή χωρίς να κουραστείς ποτέ να περιμένεις,
ή αν σου λένε ψέματα να μην κάνεις εσύ συνήθειά σου το ψέμα
κι αν σε μισήσουν, να μην ανταποδώσεις με μίσος,
και ούτε να φαίνεσαι τόσο καλός ούτε να μιλάς τόσο δήθεν σοφά
αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να γίνεις σκλάβος του ονείρου σου,
αν μπορείς να στοχάζεσαι, και τις σκέψεις σου να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς να αντιμετωπίζεις και τον θρίαμβο και την καταστροφή
και να φέρεσαι με τον ίδιο τον τρόπο και στους δύο αυτούς απατεώνες,
αν μπορείς να αντέχεις ν’ ακούς την αλήθεια που εσύ ο ίδιος είπες,
στρεβλωμένη από ανέντιμους ανθρώπους, για να παραπλανήσουν άλλους ανόητους,
ή αν μπορείς να αντικρύσεις όσα έδωσες τη ζωή σου για αυτά, συντρίμμια να γίνονται μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν’ αρχίσεις ξανά να τα χτίζεις με τα φθαρμένα σου εργαλεία,
αν μπορείς να βάλεις μαζί όλα τα αγαθά σου,
και να μπορείς να τολμάς να τα αποχωριστείς
και να χάσεις τα πάντα και πάλι από την αρχή να ξεκινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν’ αναγκάσεις την καρδιά σου, τα νεύρα, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού έχουν τσακιστεί από την κούραση,
και ν’ αντέξεις σ’ αυτό σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα έχεις
εκτός από τη θέλησή σου που θα κραυγάζει «Κράτα γερά!»,
αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέραιος στο ήθος να μένεις,
ή να βαδίζεις με βασιλιάδες και να μην χάνεις τον χαρακτήρα του απλού ανθρώπου,
αν ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί σου να μπορούν να σε κάνουν να πονέσεις,
αν οι μεγαλύτεροι από σένα είναι σημαντικοί αλλά κανένας περισσότερο από ό,τι πρέπει,
αν μπορείς να αισθάνεσαι το κάθε αμείλιχτο λεπτό της κάθε ώρας
με τα εξήντα δευτερόλεπτα που του αρμόζουν,
δική σου είναι η Γη, και όλα όσα υπάρχουν σε τούτη,
και το πιο σημαντικό, θα γίνεις Άνθρωπος, γιε μου!
Bασούλα Κούλα Πρόεδρος ΠΟΕΔ Λάρνακας Εκπαίδευτικός / Γ. Σεφέρης, Σαλαμίνα της Κύπρος
Κάποτε ο ήλιος του μεσημεριού, κάποτε φούχτες η ψιλή βροχήκαι τ’ ακρογιάλι γεμάτο θρύψαλα παλιά πιθάρια.Ασήμαντες οι κολόνες· μονάχα ο Άγιος Επιφάνιος δείχνοντας μουντά, χωνεμένη τη δύναμη της πολύχρυσης αυτοκρατορίας.
Τα νέα κορμιά περάσαν απεδώ, τα ερωτεμένα·παλμοί στους κόλπους, ρόδινα κοχύλια και τα σφυρά τρέχοντας άφοβα πάνω στο νερόκι αγκάλες ανοιχτές για το ζευγάρωμα του πόθου.Κύριος επί υδάτων πολλών,πάνω σ’ αυτό το πέρασμα.
Τότες άκουσα βήματα στα χαλίκια.Δεν είδα πρόσωπα· σα γύρισα είχαν φύγει.Όμως βαριά η φωνή σαν το περπάτημα καματερού,έμεινε εκεί στις φλέβες τ’ ουρανού στο κύλισμα της θάλασσας μέσα στα βότσαλα πάλι και πάλι:
«Η γης δεν έχει κρικέλιαγια να την πάρουν στον ώμο και να φύγουνμήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοινα γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι. Και τούτα τα κορμιά πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν,έχουν ψυχές.Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,δε θα μπορέσουν· μόνο θα τις ξεκάμουν αν ξεγίνουνται οι ψυχές.Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ δε χρειάζεται μακρύ καιρό για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,δε χρειάζεται μακρύ καιρό το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,κι ο άρρωστος νους που αδειάζει δε χρειάζεται μακρύ καιρό για να γεμίσει με την τρέλα,νῆσός τις ἔστι…».
Φίλοι του άλλου πολέμου,σ’ αυτή την έρημη συννεφιασμένη ακρογιαλιά σας συλλογίζομαι καθώς γυρίζει η μέρα—Εκείνοι που έπεσαν πολεμώντας κι εκείνοι που έπεσαν χρόνια μετά τη μάχη·εκείνοι που είδαν την αυγή μέσ’ απ’ την πάχνη του θανάτου ή μες στην άγρια μοναξιά κάτω από τ’ άστρα,νιώσανε πάνω τους μαβιά μεγάλατα μάτια της ολόκληρης καταστροφής·κι ακόμη εκείνοι που προσεύχουνταν όταν το φλογισμένο ατσάλι πριόνιζε τα καράβια: «Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε πώς έγινε τούτο το φονικό·την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια,το στέγνωμα της αγάπης·Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε…». *
Τώρα καλύτερα να λησμονήσουμε πάνω σε τούτα τα χαλίκια·δε φελά να μιλάμε·τη γνώμη των δυνατών ποιός θα μπορέσει να τη γυρίσει;ποιός θα μπορέσει ν’ ακουστεί;Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά των άλλων.
-Ναι· όμως ο μαντατοφόρος τρέχεικι όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του, θα φέρεισ’ αυτούς που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας.
Φωνή Κυρίου επί των υδάτων.Νήσο τις ἔστι.
Σπύρος Πίσυνος Γενικός Διευθυντής του Λάρνακα 2030 για Πολιτιτστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης / Kική Δημουλά Τα πάθη της βροχής
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μου ‘μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα να ‘ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
Ελενα Χατζηαυξέντη Ηθοποιός -Σοπράνο / Τ. Λειβαδίτης : Αλλά τα βράδια –τι όμορφα που μυρίζει η γη
Και να που φτάσαμε εδώ
χωρίς αποσκευές
μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα.
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα.
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται.

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα.
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ’ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες.
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο.

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι, που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Όσο για μένα, έμεινα πάντα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων,
αλλά… αλλά ποιος σήμερα ν’ αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς.

Αλλά μια μέρα δεν άντεξα.
Εμένα με γνωρίζετε, τους λέω.
Όχι, μου λένε.
Έτσι πήρα την εκδίκησή μου και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους.

Κι ύστερα στο νοσοκομείο που με πήγαν βιαστικά…
Τι έχετε, μου λένε.
Εγώ; Εγώ τίποτα, τους λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μας μεταχειρίστηκαν,
μ’ αυτόν τον τρόπο.

Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι.
Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,
αλλά εκείνη αρνείται.

Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ
(…) Έτσι ξέχασα να ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ’ ένα μυστικό που το ’χα μάθει από παιδί,
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο, αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.
Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τα όνειρα στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους.

Ζήσαμε πάντοτε αλλού.
Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει, ερχόμαστε για λίγο
κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Δωσ’ μου το χέρι σου…
Δωσ’ μου το χέρι σου…

Αθως Καζαντζής Πρόεδρος Επιτροπής Πολιτισμού Δήμου Λάρνακας / Κώστα Βάρναλη Ανάσταση

Νά τ’ η μεγάλη νύχτα! Καλή νύχτα!Ψηλά το κυπαρίσσι σε καλεί!—Έλα, δεν έχεις τίποτα να χάσειςμάιδε να θυμηθείς και να ξεχάσεις.

Πατρίδα; Πουλημένη στο σφυρί!Λευτεριά; Με χαλκάδες δεν μπορεί!Παιδιά; Που τα ’χει ας κλαίει μέχρι θανάτου,θα ’ναι σκλάβ’ ή προδότες τα ορφανά του!

Είσ’ άδειος ίσκιος μέσα σ’ όλα τ’ άδεια.Δεν είναι τόσο μαύρα τα σκοτάδιατου τάφου, όσο τα φέγγη της ημέρας,τα φέγγη της σκλαβιάς και της φοβέρας.

Πιο σίχαμ’ απ’ το κάθε γης σκουλήκι,οι θεόμορφοι δυνάστες σου και λύκοι.Μη λες αφανισμό το θάνατό σου,αφού δε ζούσες για τον εαυτό σου.

Αν έκανες το χρέος σου στο λαό,σαν ξεχυθεί με πάθος παλαιότην πάσαν ατιμία να συνεπάρει,μ’ άλλους πολλούς θα ’χει κι εσέ μπροστάρη.

Σκεύη Κουκουμά τέως βουλεύτρια, ΓΓ ΠΟΓΟ /  Κική Δημουλά, Σημείο Αναγνωρίσεως

(Πρόκειται για ποίημα που γράφτηκε με αφορμή το μαρμάρινο γλυπτό του Κωνσταντίνου Σεφερλή «Η Βόρειος Ήπειρος» (1951) που βρίσκεται στην Πλατεία Τοσίτσα της Αθήνας, στο πάρκο μεταξύ Πολυτεχνείου και Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείο. Στο ποίημα η παράσταση της αλυσοδεμένης γυναίκας προσλαμβάνεται όχι ως ιστορική και εθνική αλληγορία, αλλά ως σύμβολο της κοινωνικής καταπίεσης του γυναικείου φύλου, επίκαιρη μέχρι και σήμερα).

Ὅλοι σέ λένε κατευθείαν ἄγαλμα,
ἐγώ σέ πρσφωνῶ γυναίκα κατευθείαν.

Στολίζεις κάποιο πάρκο
Ἀπό μακριά ἐξαπατᾶς.
Θαρρεῖ κανείς πώς ἔχεις ἐλαφρά ἀνακαθήσει
νά θυμηθεῖς ἕνα ὡραῖο ὄνειρο πού εἶδες,
πώς παίρνεις φόρα νά τό ζήσεις.
Ἀπό κοντά ξεκαθαρίζει τό ὄνειρο:
δεμένα εἶναι πισθάγκωνα τά χέρια σου
μ’ ἕνα σκοινί μαρμάρινο
κι ἡ στάση σου εἶναι ἡ θέλησή σου
κάτι νά σέ βοηθήσει νά ξεφύγεις
τήν ἀγωνία τοῦ αἰχμάλωτου.
Ἔτσι σέ παραγγείλανε στό γλύπτη:
αἰχμάλωτη.
Δέν μπορεῖς
οὔτε μιά βροχή νά ζυγίσεις στό χέρι σου,
οὔτε μιά ἐλαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα εἶναι τά χέρια σου.
Καί δέν εἶν’ τό μάρμαρο μόνο ὁ Ἄργος.2
Ἄν κάτι πήγαινε ν’ ἀλλάξει
στήν πορεία τῶν μαρμάρων,
ἄν ἄρχιζαν τ’ ἀγάλματα ἀγῶνες
γιά ἐλευθερίες καί ἰσότητες,
25 ὅπως οἱ δοῦλοι,
οἱ νεκροί
καί τό αἴσθημά μας,
ἐσύ θά πορευόσουνα
μές στήν κοσμογονία τῶν μαρμάρων
μέ δεμένα πάλι τά χέρια, αἰχμάλωτη.

Ὅλοι σέ λένε κατευθείαν ἄγαλμα,
ἐγώ σέ λέω γυναίκα ἀμέσως.
Ὄχι γιατί γυναίκα σέ παρέδωσε
στό μάρμαρο ὁ γλύπτης
κι ὑπόσχονται οἱ γοφοί σου
εὐγονία3 ἀγαλμάτων,
καλή σοδειά ἀκινησίας.
Γιά τά δεμένα χέρια σου, πού ἔχεις
ὅσους πολλούς αἰῶνες σέ γνωρίζω,
σέ λέω γυναίκα.

Σέ λέω γυναίκα
γιατ’ εἶσ’ αἰχμάλωτη.

Αντρέας Παρασκευά Εικαστικός-καθηγητής καλλιτεχνικών μαθημάτων / Καβάφης Κεριά

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τί γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τί γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Γιώτα Δημητρίου Δημοσιογράφος  / Τεύκρος Ανθίας, Τα σφυρίγματα του Αλήτη
Αλήτη! Απόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή. Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι αλήτη! Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πο ’κανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι.Δεν έχεις δάκρυα να θρηνείς, ούτε κουράγιο να πονείς, ούτε κραυγές υστερικές να βγάνεις πέρα ως πέρα.

Είσ’ ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτεινής, Που γαληνεύει ανήσυχα oστην ήσυχη εσπέρα.

Κι όταν θα βρεις το λυτρωμό σ’ ένα παγκάκι ξαπλωμένος, Και θα σιγήσει ο σίφουνας κι η θύελλα της ζωής σου, Αλήτη, δε θα πεις ποτέ πως ήσουν κουρασμένος,
Απ’ τον αγώνα το σκληρό της άρρυθμης ψυχής σου.

Αλήτη! Απόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή. Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι αλήτη! Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πο ’κανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι.

Γιάννης Φαλάς, Επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαίδευσης / Κ. Καρυωτάκης ΄Υπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;

Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά. Κι απάνωθέ μας θε να φεύγουν,στον ουρανό, τ’ αστέρια και τα εγκόσμια.

Θα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμα.Και γαλανό σαν κύμα τ’ όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναι.

Αγάπες θα ’ναι στα μαλλιά μας οι αύρες,η ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνει,και κάτου απ’ τα μεγάλα βλέφαρά μας,χωρίς ναν το γρικούμε, θα γελάμε.Τα ρόδα θα κινήσουν απ’ τους φράχτες,και θά ’ρθουν να μας γίνουν προσκεφάλι.Για να μας κάνουν αρμονία τον ύπνο,θ’ αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια.Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά.

Και τα κορίτσια του χωριού μας,αγριαπιδιές, θα στέκουνε τριγύρωκαι, σκύβοντας, κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια, για τον ήλιοτης Κυριακής, για τις ολάσπρες γάστρες,για τα καλά τα χρόνια μας που πάνε.

Το χέρι μας κρατώντας η κυρούλα,κι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτια,θα μας δηγιέται —ωχρή— σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής. Και το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδα την ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας.

Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια που όλη τη μέρα εκλάψαν κι αποστάσαν.

Μόνικα Μελέκη Ηθοποιός -Σκηνοθέτης / Αζίς Νεσίν Σώπα μην μιλάς

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου, σώπασε
κι επιτέλους
αν ο λόγος είναι άργυρος
η σιωπή είναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες λέξεις
που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα
μού ‘λεγαν: «σώπα».

Στο σχολείο μού ‘κρυψαν την αλήθεια τη μισή
και μού ‘λεγαν: «εσένα τι σε νοιάζει; σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο αγόρι
που ερωτεύτηκα και μού ‘λεγε:
«κοίτα, μην πεις τίποτα, και…σώπα!»
Κόψ’ τη φωνή σου, μη μιλάς, σώπαινε.
Κι αυτό βάστηξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια
«τι σε νοιάζει, μού ‘λεγαν,
θα βρεις το μπελά σου – τσιμουδιά, σώπα».
Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι:
«μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, και σώπα».

Παντρεύτηκα κι έκανα παιδιά και τα ‘μαθα να σωπαίνουν.
Ο άντρας μου ήταν τίμιος κι εργατικός
κι ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή που του έλεγε «σώπα».
Στα χρόνια τα δίσεχτα οι γείτονες με συμβούλευαν:
«μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και σώπα».
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή
μας ένωνε όμως το «σώπα».

Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι κι οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «σώπα»,
και μαζευτήκαμε πολλοί,
μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη
αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά και φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα
κι όλα πολύ εύκολα, μόνο με το «σώπα».
Μεγάλη τέχνη αυτή, το «σώπα».
Μάθε το στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου, στην πεθερά σου
κι αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν’ την να σωπάσει.
Κόψ’την σύρριζα.
Πέταχ ‘την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο απ’ τη στιγμή
που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα ‘χεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δεν θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου
και θα γλιτώσεις απ’ το βραχνά
να μιλάς χωρίς να μιλάς
να λες «έχετε δίκιο, είμαι με ‘σας».

Αχ, πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς
και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις
κόψε τη γλώσσα σου.

Για να ‘σαι τουλάχιστον σωστός
στα σχέδια και τα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς
κρατώ τη γλώσσα μου
γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή
που δε θ’ αντέξω
και θα ξεσπάσω και δε θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω μ’ έναν φθόγγο
μ’ έναν ψίθυρο μ’ ένα τραύλισμα με μια κραυγή

που θα μου λέει: ΜΙΛΑ!

Λάκης Αποστόλου Πρόεδρος Ιδρύματος Χριστίνα Αποστόλου / Ελύτης, Μονόγραμμα , Ενότητα 1,6,7
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς
Που μ’ αφήνεις, που πας και ποιος, μ’ ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα ‘ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
Σοφία Σουρή  Interior Designer ( Παγκόσμιο Βραβείο καλύτερουdesign από τα International Property Awards)/ Θεοδόσης Νικολάου, Πάροδος
Δεν υπάρχει τόπος να σταθούμε
Γκρεμισμένα τα σπίτια μας, πεσμένα
Τα δέντρα μας, ένας σωρός ερειπίων.
Δεν υπάρχει χώρος να ονειρευτούμε.
Η σπορά των ονείρων προϋποθέτει ένα κομμάτι ουρανό.
Κι ο ουρανός πεσμένος, τη θέση του
Μαύρος καπνός την έχει καταλάβει.
Τ’ άστρα κι αυτά πεσμένα σκουριάζουν βουλιαγμένα μες στο χώμα.
Ξέραμε βέβαια πώς η ζωή πολλές φορές
Είναι ένα κουβάρι νήμα μπερδεμένο
Που πολεμάς χρόνια να βρεις την άκρη
Χωρίς να τη βρίσκεις γιατί οι κόμποι
Περιπλέκονται πιο πολύ ύστερα από κάθε προσπάθεια.
Τότε ο ουρανός γινόταν η ανέμη
Και το νήμα τυλιγότανε κανονικά.
Πού είναι όμως τώρα ο ουρανός;
Κι όμως αυτό το τοπίο η μνήμη το φυλάγει
Σε άλλα χρόνια πρέπει να το έχω ξαναζήσει.
Θυμάμαι το σύννεφο το μαύρο που καθόταν
Απάνω στο διαμελισμένο σώμα
Της πόλης μας που δεν ήταν πια πόλη
Αλλά πέτρες, κεραμίδια κι άλλα υλικά οικοδομής χωρίς τάξη.
Κι όπως στο θέατρο αλλάζει η σκηνογραφία
Καθώς τυλίγεται η παλιά στις περιάκτους
Και μια καινούρια θέα ξεδιπλώνεται
Είδα το σύννεφο να χτυπιέται από τους ανέμους και να φεύγει
Και τα ερείπια να γίνονται ένας κήπος.
Η πρωινή δροσιά τον περιποιείται
Και τη νύχτα το φεγγάρι κατεβαίνει
Και με άφθονο ασήμι καταρτίζει.
Και συλλογίζομαι πολλές φορές
Πώς τόσα χρόνια όλοι τούτοι οι σπόροι
Κάτω από τα όνειρα και κάτω από τα βήματα του ανθρώπου
Δεν περίμεναν άλλο παρά τη σάλπιγγα του δικού τους ήλιου
Και την ώρα μέσα στο δικό τους χρόνο
Για τούτη την ανεξήγητη μυστική ανθοφορία.
O Πρόεδρος του Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης Λάρνακας κ. Κωτόπουλος και ο κ. Αλέξανδρος Κώνστας Σύμβουλος Α΄Πρεσβείας της Ελλάδας

Σχετικά νέα

X
Translate »