Uncategorized
«Έφαγε» €420.000 από συγγενή του στη Λάρνακα και ζητούσε και τα ρέστα
Πηγή: ΚΥΠΕ

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε στο σύνολό της την έφεση που καταχώρησε ο καταδικασθείς στην υπόθεση εκτεταμένης εξαπάτησης συγγενικού του προσώπου, επικυρώνοντας τόσο την ενοχή όσο και τις βαριές ποινές φυλάκισης που του είχαν επιβληθεί από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας.
Η υπόθεση ξεκίνησε μετά από καταγγελία χημικού και διευθυντή ιδιωτικού εργαστηρίου στη Λάρνακα, ο οποίος ανέφερε στην Αστυνομία ότι, κατόπιν παρακλήσεων του πατέρα του κατηγορούμενου – συγγενή του πρώτου βαθμού – δάνεισε αρχικά 30.000 ευρώ για τη δήθεν δημιουργία επιχείρησης σιτηρών με εξασφαλισμένη κρατική χορηγία. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, η αρχική αυτή «επένδυση» αποτέλεσε την απαρχή μιας μακράς και συστηματικής εξαπάτησης, η οποία εξελίχθηκε σε χρηματική αιμορραγία για τον παραπονούμενο, με τον κατηγορούμενο να αποσπά σταδιακά ποσά εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, επικαλούμενος άλλοτε επιδοτήσεις, άλλοτε αγορά γεωργικού εξοπλισμού και, στη συνέχεια, σχέδια για δημιουργία φάρμας δαμασκηνών κατσίκων με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Το Κακουργιοδικείο, μετά από πολύμηνη ακροαματική διαδικασία με 16 μάρτυρες κατηγορίας, 7 μάρτυρες υπεράσπισης και δεκάδες τεκμήρια, είχε καταλήξει ότι ο κατηγορούμενος 1 διέπραξε, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, σωρεία αδικημάτων απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, συνομωσίας, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και κλοπής από αντιπρόσωπο, κρίνοντας ότι συνολικά είχε αποσπάσει από τον παραπονούμενο ποσό που προσεγγίζει τις 420.000 ευρώ. Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο κατηγορούμενο, δικηγόρο στο επάγγελμα, το Δικαστήριο είχε δεχθεί ότι συνέδραμε σε μέρος της απάτης, ιδίως στο επεισόδιο της ψευδούς παράστασης περί δήθεν σύλληψης του βασικού κατηγορουμένου στις Βρετανικές Βάσεις, με στόχο την απόσπαση επιπρόσθετων 20.000 ευρώ.
Οι ποινές που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο χαρακτηρίστηκαν από την υπεράσπιση ως εξοντωτικές, αφού περιλάμβαναν επιμέρους ποινές φυλάκισης που έφθαναν έως τα 7 χρόνια για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων και τα 5 χρόνια για την κλοπή από αντιπρόσωπο, με το Δικαστήριο να διατάσσει συντρέχουσα εκτέλεση. Ο ίδιος, αρχικά χωρίς δικηγόρο και στη συνέχεια μέσω συνηγόρου, προσέβαλε τόσο την καταδίκη όσο και το ύψος των ποινών, προβάλλοντας πληθώρα λόγων έφεσης που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την επάρκεια της μαρτυρίας, την αξιοπιστία του παραπονούμενου, την ποιότητα της αστυνομικής διερεύνησης και τη δήθεν παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, σε εκτενή και αναλυτική απόφαση, απέρριψε έναν προς έναν όλους τους λόγους έφεσης. Υπενθυμίζοντας τη σταθερή νομολογία ότι το Εφετείο επεμβαίνει εξαιρετικά σπάνια στην αξιολόγηση μαρτυρίας από πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας του Κακουργιοδικείου όχι μόνο δεν ήταν αυθαίρετα ή παράλογα, αλλά στηρίζονταν σε λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας και της συνολικής συμπεριφοράς των μαρτύρων.
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδόθηκε στη μαρτυρία του παραπονούμενου, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε χαρακτηρίσει ειλικρινή, σταθερή και πειστική. Το Ανώτατο έκρινε ότι ορθά έγινε δεκτό πως οι αλλεπάλληλες ψευδείς παραστάσεις για ανύπαρκτες επιχειρήσεις σιτηρών και κατσίκων αποτέλεσαν το βασικό εργαλείο εξαπάτησης, επενέργησαν στο μυαλό του θύματος και τον οδήγησαν στην εκταμίευση των επίδικων ποσών. Απορρίφθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να αποδείξει κάθε επιμέρους κατηγορία με απολύτως αυτοτελή μαρτυρία, καθώς το Δικαστήριο δέχθηκε ότι επρόκειτο για μια ενιαία, συνεχόμενη απατηλή συμπεριφορά με επαναλαμβανόμενες παραστάσεις.
Ως αβάσιμος κρίθηκε και ο ισχυρισμός περί ελλιπούς αστυνομικής διερεύνησης, με το Δικαστήριο να τονίζει ότι το αντικείμενο της έρευνας ήταν η απόσπαση χρημάτων και όχι η φορολογική συμμόρφωση του παραπονούμενου, ενώ δεν αποδείχθηκε οποιοσδήποτε πραγματικός και ουσιαστικός περιορισμός των δικαιωμάτων υπεράσπισης του εφεσείοντα. Αντίστοιχα, απορρίφθηκαν οι επιθέσεις κατά της αξιοπιστίας του πατέρα του κατηγορουμένου, με το Ανώτατο να συμφωνεί ότι η μαρτυρία του ήταν διάτρητη, αντιφατική και εμφανώς προσαρμοσμένη στην υπεράσπιση του γιου του.
Καταληκτικά, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν νομικά και πραγματικά άρτια, ότι τα αδικήματα στοιχειοθετήθηκαν πλήρως και ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν, παρά τη βαρύτητά τους, αντανακλούν την έκταση, τη διάρκεια και τη σοβαρότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς.

31/12/2025