Κατοικίδια

Τι πρέπει να γνωρίζετε για την Λεϊσμανίαση του σκύλου

Η λεϊσμανίαση (ή καλαζάρ) είναι ένα δυνητικά θανατηφόρο νόσημα που οφείλεται στο πρωτόζωο παράσιτο Leishmania infantum. Απαντάται σε πάνω από 70 χώρες, σε περιοχές όπως η Νότια Ευρώπη, η Αφρική, η Ασία, η Κεντρική και Νότια Αμερική. Τα μολυσμένα ζώα (σκύλος, αλεπού, τρωκτικά) αποτελούν την αποθήκη του παρασίτου στη φύση, ενώ μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. Στη φύση το παράσιτο μεταδίδεται με το τσίμπημα από μολυσμένα θηλυκά άτομα συγκεκριμένου είδους σκνίπας (γένος Phlebotomus) κατά την απομύζηση αίματος και εισερχόμενο στην αιματική κυκλοφορία προσβάλει τα μακροφάγα (ειδικό τύπο λευκοκυττάρων). Άλλοι τρόποι μετάδοσης του παρασίτου είναι η μετάγγιση μολυσμένου αίματος σε υγιές ζώο καθώς και η μεταφορά μέσω του πλακούντα από τη μολυσμένη μητέρα στα έμβρυα.

 

Το γεγονός ότι μεταδίδεται με τα τσιμπήματα σκνιπών σημαίνει πως δεν μπορεί να μεταδοθεί άμεσα από σκύλο σε σκύλο, από το σκύλο σε άνθρωπο ή από άνθρωπο σε άνθρωπο. Έτσι, όταν ένας ιδιοκτήτης έχει δύο σκύλους, εκ των οποίων ο ένας έχει διαγνωστεί με το νόσημα, δεν δικαιολογείται η απομάκρυνση του άρρωστου ζώου για την προστασία του ίδιου ή/και του υγιούς ζώου, καθώς αυτό δεν μπορεί να το μεταδόσει. Ακόμα και αν απομακρυνθεί ή ακόμα και θανατωθεί ένα άρρωστο ζώο, από τη στιγμή που βρισκόμαστε σε ενδημική περιοχή και ο μεταδότης (σκνίπα) υπάρχει, τότε δεν μεταβάλλονται οι πιθανότητες μόλυνσης και του υγιούς ζώου, μιας και η σκνίπα μπορεί να διανύσει απόσταση 2 χιλιομέτρων σε μια μέρα. Οι σκνίπες παρουσιάζουν ειδικότητα ξενιστή, δηλαδή προτίμηση στο είδος του ζώου που θα τσιμπήσουν. Το είδος της σκνίπας που είναι υπεύθυνο για τη μετάδοση της νόσου στο νησί μας παρουσιάζει ειδικότητα προς τους σκύλους. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι παρά τα υψηλά ποσοστά λεϊσμανίασης του σκύλου στην Κύπρο, τα ποσοστά στον άνθρωπο είναι χαμηλά. Αυξημένος περιστατικά σε ανθρώπους καταγράφονται σε χώρες με χαμηλό βιοτικό επίπεδο, υποσιτισμό, κακές συνθήκες υγιεινής (χώρες Αφρικής, Ινδία, Βραζιλία κ.ά.), ενώ ευάλωτες είναι και συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες (ανοσοκατασταλμένοι).

Η λεϊσμανίαση είναι νόσημα που εξελίσσεται σταδιακά στο μολυσμένο ζώο, με την εκδήλωση των συμπτωμάτων να ποικίλει και να σχετίζεται με το βαθμό της ανοσολογικής απάντησης από τον οργανισμό. Μπορεί να μην εκδηλωθούν συμπτώματα ή να προκληθούν σοβαρά συμπτώματα ή ακόμα και θάνατος του ζώου. Ωστόσο, μολυσμένα αλλά φαινομενικά υγιή ζώα, που καταφέρνουν δηλαδή να αυτοπεριορίζουν τη νόσο, εάν βρεθούν υπό συνθήκες ανοσοκαταστολής μπορεί να εκδηλώσουν συμπτώματα. Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που προδιαθέτουν στην εκδήλωση της νόσου όπως η ηλικία και η φυλή. Για παράδειγμα, ορισμένες φυλές σκύλων όπως Boxer, Cocker Spaniel, Rottweilers και German Shepherd φαίνεται να είναι πιο ευαίσθητες στην ανάπτυξη της νόσου, ενώ άλλες όπως η Ibizian Hound, πιο ανθεκτικές. Επιπλέον, φαίνεται ότι προσβάλλονται συχνότερα ζώα μικρότερα των 3 ετών και άνω 8 ετών.

Η λεϊσμανίαση είναι συστηματικό νόσημα, έτσι τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν γενικευμένα ή από οποιοδήποτε όργανο ή σύστημα. Τα συχνότερα συμπτώματα της λεϊσμανίασης στο σκύλο είναι διόγκωση των λεμφαδένων, απώλεια βάρους, αδυναμία, μειωμένη όρεξη, δερματικές αλλοιώσεις, οφθαλμικό έκκριμα, πολυουρία-πολυδιψία, ρινορραγία, έμετος, διάρροια και άλλα. Το νόσημα μπορεί να εκδηλωθεί με την εμφάνιση ενός μόνο συμπτώματος ή συνδυασμό συμπτωμάτων.

 

Η διάγνωση του νοσήματος στηρίζεται στα συμπτώματα σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα εργαστηριακών εξετάσεων, όπως είναι οι εξετάσεις αίματος, ειδικές ορολογικές εξετάσεις για τον έλεγχο παρουσίας αντισωμάτων έναντι του παρασίτου στο αίμα, και ο έλεγχος της παρουσίας του ίδιου του παρασίτου στο αίμα ή σε προσβεβλημένους ιστούς (π.χ. λεμφαδένες). Η θεραπεία του νοσήματος είναι μακροχρόνια, γεγονός που προϋποθέτει αφοσιωμένους ιδιοκτήτες. Η διάγνωση στα αρχικά στάδια του νοσήματος είναι πολύ σημαντική και καθοριστική για την εξέλιξη της νόσου και την ανταπόκριση στη θεραπεία, αν και δεν είναι σπάνιες οι υποτροπές. Είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι κατά τη διάγνωση της νόσου κρίνεται απαραίτητος ο εργαστηριακός έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας του ζώου, η οποία αποτελεί προγνωστικό δείκτη της εξέλιξης της νόσου.

Στόχος της θεραπείας είναι ο έλεγχος των συμπτωμάτων της νόσου και η εξασφάλιση ποιότητας ζωής στο σκύλο, και η μείωση του παρασιτικού φορτίου, καθώς η εξάλειψη του παρασίτου δεν επιτυγχάνεται. Παρά τη θεραπεία, το παράσιτο παραμένει στον οργανισμό χωρίς όμως το ζώο να εμφανίζει συμπτώματα. Αντίθετα, στις περιπτώσεις που υπάρχουν συμπτώματα και δε χορηγηθεί θεραπευτική αγωγή, η πλειονότητα των σκύλων πεθαίνουν μετά από 3-24 μήνες λόγω επιπλοκών. Υπάρχουν διάφορα θεραπευτικά σχήματα στα οποία χρησιμοποιούνται αντιπαρασιτικά ή ανοσορρυθμιστικά φάρμακα. Τα φάρμακα αυτά χρησιμοποιούνται σε διάφορους συνδυασμούς και σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα αναλόγως της ανταπόκρισης του ασθενή, ενδεχομένως και εφ’ όρου ζωής αν κριθεί σκόπιμο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η θεραπεία πρέπει να συνδυάζεται με τον τακτικό επανέλεγχο του ζώου (κλινική εξέταση, ορολογικές, κυτταρολογικές εξετάσεις, έλεγχος νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας). Πολύ σημαντικό σε όλη τη διαδικασία της θεραπείας να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα για να μην επαναμολύνεται το ζώο από τις σκνίπες.

Σήμερα, υπάρχουν διαθέσιμα πολλά μέσα πρόληψης μόλυνσης των σκύλων από το παράσιτο. Τέτοια είναι η εφαρμογή εντομοαπωθητικών σκευασμάτων στο ζώο (αμπούλες, κολάρα) και στο περιβάλλον που ζει. Επίσης άλλα μέτρα που αφορούν το περιβάλλον είναι η χρήση εντομοπαγίδων και η απομάκρυνση στάσιμων νερών. Επιπλέον διατίθενται ειδικά ανοσοενισχυτικά σκευάσματα από το στόμα αλλά και ειδικό εμβόλιο. Δυστυχώς, η εφαρμογή κανενός από τα πιο πάνω προληπτικά μέτρα δεν είναι 100% αποτελεσματική. Έτσι, για την επίτευξη της μέγιστης δυνατής προστασίας κρίνεται σκόπιμος ο συνδυασμός των μεθόδων πρόληψης έναντι του παρασίτου και της σκνίπας που το μεταδίδει. Ακόμα, συστήνεται έλεγχος για το νόσημα σε ετήσια βάσει σε ζώα που ζουν σε ενδημικές περιοχές για σκοπούς έγκαιρης διάγνωσης. Εννοείται πως οι ιδιοκτήτες ζώων, ιδιαίτερα αυτοί που ζουν σε περιοχές με έντονο πρόβλημα, εφόσον αντιληφθούν οποιοδήποτε σύμπτωμα θα πρέπει να επικοινωνήσουν άμεσα με τον κτηνίατρό τους, γιατί η έγκαιρη διάγνωση αυξάνει τις πιθανότητες μιας πετυχημένης θεραπείας.

Επιμέλεια:
Παναγιώτης Κόκκινος
Κτηνίατρος, DVM

Σχετικά νέα

X
Translate »