Γενικά

Δικαστική απόφαση οικογενιακής αγωγής γιας αξιόγραφα.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, απέδειξε ότι η Τράπεζα Κύπρου καταχράστηκε την εμπιστοσύνη που της έδειξαν οι ενάγοντες σε υπόθεση αγοράς μετατρέψιμων αξιογράφων κεφαλαίου (ΜΑΚ) του 2009 καθώς και μετατρέψιμων αξιογράφων ενισχυμένου κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) του 2011.

Το Δικαστήριο έκρινε αναγκαία την αποζημίωση ύψους €157.336 υπέρ των εναγόντων και έκδωσε διάταγμα ακύρωσης των συγκεκριμένων συμβάσεων αγοράς των μετατρέψιμων αξιογράφων κεφαλαίου (ΜΑΚ) του 2009 και των μετατρέψιμων αξιογράφων ενισχυμένου κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) του 2011.

Οι απαιτήσεις των εναγόντων εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και της Κυπριακής Δημοκρατίας για αμέλεια η πλημμελή εποπτεία απέτυχαν.

Σύμφωνα με την απόφαση, την οποία εξέδωσε ο Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής Ηλίας Γεωργίου,

«καθίσταται πρόδηλο ότι η ψυχική πίεση, ως δόγμα του δικαίου της επιείκειας, δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εξαναγκασμού αλλά επεκτείνεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που αποκτάται ή όπου έχει προδοθεί η εμπιστοσύνη που δόθηκε».

Στην προκειμένη περίπτωση, αναφέρεται ότι από την μια υφίστατο ένας ηγετικός χρηματοοικονομικός οργανισμός με μεγάλο κύκλο εργασιών, με ενισχυμένη παρουσία σε αρκετές χώρες και κατοχή πολλών καταστημάτων με χιλιάδες εργοδοτούμενους. Από την άλλη, προστίθεται, ο ενάγοντας, χειριστής βάρδιας στα διυλιστήρια Λάρνακας, άνεργος κατά την απόκτηση των αξιογράφων και η ενάγουσα, οικοκυρά.

Η Τράπεζα Κύπρου «με δική της πρωτοβουλία» προώθησε τόσο τα ΜΑΚ του 2009 όσο και τα ΜΑΕΚ του 2011 στους ενάγοντες. Είχε, αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου:

«ίδιον όφελος αφού με τα κεφάλαια που θα αντλούνταν από τις πιο πάνω εκδόσεις θα ενίσχυαν την κεφαλαιουχική της επάρκεια και συγκεκριμένα θα ενισχύονταν τα πρωτοβάθμια κεφάλαια της».

Τα αξιόγραφα

«ως ασφαλή τραπεζικά προϊόντα (γραμμάτια), κάτι το οποίο δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, αφού επρόκειτο για αξιόγραφα τα οποία ενείχαν κινδύνους και ιδιαίτερα τα ΜΑΕΚ του 2011 δυνατόν να μην ήταν κατάλληλα για όλους τους επενδυτές.»

Επίσης, προστίθεται, τους τα παρουσίασε «ως ευκαιρία, δηλαδή ως περίσταση ευνοϊκή και τους ζήτησε να σπεύσουν γρήγορα». Οι δηλώσεις της, συμπληρώνεται, «δεν ήταν ακριβείς, σαφείς και επαρκείς. Αντιθέτως ήταν παραπλανητικές».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το Δικαστήριο, «δεν τους παρείχε κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα ώστε να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη χρήση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής υπηρεσίας και του συγκεκριμένου τύπου του προτεινόμενου χρηματοοικονομικού μέσου ώστε να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις με επίγνωση», κατά παράβαση του σχετικού νόμου.

Στην προκειμένη περίπτωση, αναφέρεται σε άλλο σημείο της απόφασης, ότι η τράπεζα

«καταχράστηκε τη μεταξύ τους εμπιστοσύνη που δημιουργήθηκε και παραβίασε τις υποχρεώσεις της που καθορίζονται στο νόμο όπως με λεπτομέρεια έχει αναπτυχθεί πιο πάνω.»«Η όλη συμπεριφορά της δεν ήταν δίκαιη. Αντιθέτως ήταν μη κατάλληλη και με τον τρόπο που περιγράφεται προώθησε τα πιο πάνω αξιόγραφα».

Οι ενάγοντες, προστίθεται, έχουν επιτύχει ν’ αποδείξουν ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα που υπέγραψαν δεν τους δεσμεύουν και έτσι οι ενάγοντες:

«έχουν επιτύχει να αποδείξουν ότι υπέστησαν ζημιά για το ποσό των €157.336 και έτσι δικαιολογείται η έκδοση απόφασης για το πιο πάνω ποσό»

 

 

Σχετικά νέα

X
Translate »