Γενικά
Στο καλό ρε κοπελιά. Λες και η μάνα σου έβλεπε μέσα από τον τοίχο…
Μεσημέρι Κυριακής στην Λάρνακα. Μια κυρία με τρεμάμενη φωνή με πλησιάζει. Δεν την γνωρίζω αλλά είναι κάτι περισσότερο από εμφανής η αγωνία της.
«Συγνώμη μπορείτε να με βοηθήσετε, η Σαββίνα μου είναι πάνω στο διαμέρισμα, την παίρνω τηλέφωνο δεν απαντά, το αυτοκίνητο είναι στο χώρο στάθμευσης και έπρεπε να είχε ήδη πάει δουλειά».
Το μυαλό πάει αμέσως στο κακό. Αλλά δεν θες να το πεις. Όχι μπροστά στην μάνα.
«Εντάξει κυρία μου πάμε πάνω μαζί. Ήταν Σαββατόβραδο μπορεί να βγήκε να διασκέδασε και να μην ακούει».
Πόσο ήθελε να με πιστέψει εκείνη την ώρα. Τα μάτια της όμως το πρόδιδαν: Φοβόταν για το χειρότερο. Η διαίσθηση της μάνας…
Μια διαίσθηση που σιγά σιγά μέσα της γινόταν επιβεβαίωση. Σε κάθε τρανταχτό κτύπημα στην πόρτα που δεν έβρισκε ανταπόκριση. Σε κάθε κλήση στο κινητό που κτυπούσε μέχρι να μπει ο τηλεφωνητής.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Στο καλό ρε κοπελιά. Λες και η μάνα σου έβλεπε μέσα από τον τοίχο…
Λόγια πλέον δεν υπάρχουν. Μόνο ο σπαραγμός. Και ένα απέραντο “γιατί”.
Γιατί σε ένα τόσο νέο κορίτσι; Γιατί σε ένα άνθρωπο που το μόνο που ήθελε ήταν ζήσει; Γιατί σε ένα παιδί που δεν το έβαζε κάτω και προσπαθούσε πάντα για το καλύτερο.