Κατοικίδια

Νόσος του Carré: Ενημέρωση και πρόληψη

Τις τελευταίες μέρες έχει προκληθεί μεγάλη αναστάτωση σε ιδιοκτήτες σκύλων σε όλη την Κύπρο, μετά τα αυξημένα κρούσματα θανάτων σκύλων που είχαν προσβληθεί από τον ιό της νόσου του Carré (ή αλλιώς Canine Distemper Virus, CDV) σε καταφύγιο στην Κερύνεια. Σκοπός του σημερινού άρθρου είναι η ορθή ενημέρωση των ιδιοκτητών σκύλων, και όχι μόνο, για τη συγκεκριμένη νόσο με σκοπό την καλύτερη πρόληψή της και την αποφυγή αχρείαστου πανικού.

Η νόσος του Carré είναι ιογενές νόσημα το οποίο προσβάλλει κυρίως τα χερσαία σαρκοφάγα, όπως ο σκύλος, ο λύκος και η αλεπού, αλλά και άλλα είδη ζώων μεταξύ των οποίων το κουνάβι, ο ασβός, το ρακούν, τα μεγάλα αιλουροειδή, η φώκια κ.ά. Το νόσημα έχει παγκόσμια εξάπλωση και κύρια δεξαμενή του ιού στη φύση είναι ο σκύλος, ενώ κατά καιρούς παρατηρούνται εξάρσεις της νόσου. Μεταφορά του νοσήματος μπορεί να γίνει και με την εισαγωγή μολυσμένων κουταβιών από το εξωτερικό.

Για την εκδήλωση και βαρύτητα της νόσου σημαντικό ρόλο παίζουν δύο παράγοντες: το ανοσοποιητικό σύστημα (ή επίπεδο ανοσίας) του ζώου και το στέλεχος του ιού. Πιο ευπαθή στη δράση του ιού είναι τα ανεμβολίαστα ή μερικώς εμβολιασμένα ζώα έναντι της νόσου. Ζώα κάθε ηλικίας μπορούν να νοσήσουν όμως περισσότερο ευαίσθητα είναι τα κουτάβια ηλικίας 3 έως 6 μηνών, όταν δηλαδή έχει παρέλθει η δράση της μητρικής ανοσίας. Το γεγονός ακριβώς ότι στα καταφύγια σκύλων ενδέχεται να συγχρωτίζεται μεγάλος αριθμός ανεμβολίαστων ζώων, πολλά εξ αυτών κουτάβια, καθιστά ευκολότερη την μετάδοση και άρα την έξαρση του νοσήματος στους χώρους αυτούς.

Ο ιός έχει ως ιστούς στόχους το λεμφικό, το νευρικό και τα διάφορα επιθήλια γι’ αυτό και τα συμπτώματα ποικίλουν. Τέτοια μπορεί να είναι η κατάπτωση, η ανορεξία, ο πυρετός, ο βήχας, ο έμετος, η διάρροια, το οφθαλμικό και ρινικό έκκριμα, η πάχυνση του ακρορρινίου (μύτη) και των πελματικών φυμάτων, αλλοιώσεις στο δέρμα, οι επιληπτικές κρίσεις, οι μυοκλονίες (ακούσιες ρυθμικές μυϊκές συσπάσεις) κλπ. Η αποβολή του ιού γίνεται με τις διάφορες εκκρίσεις και απεκκρίσεις (οφθαλμικό έκκριμα, σάλιο, ούρα, κόπρανα) μέσω των οποίων ο ιός διασπείρεται σε άλλα ζώα, και μπορεί να διαρκέσει έως 90 ημέρες. Η μόλυνση επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της εισπνοής μολυσμένων σταγονιδίων από τις εκκρίσεις μολυσμένων ζώων. Τα συμπτώματα της νόσου εκδηλώνονται 7-10 μέρες μετά τη μόλυνση με τον ιό. Ο τελευταίος θα προκαλέσει ανοσοκαταστολή και ο θάνατος συχνά θα επέλθει δευτερογενώς από τις βακτηριακές επιπλοκές ή τα βαριά νευρολογικά συμπτώματα. Aν η μόλυνση γίνει κατά την εγκυμοσύνη, εάν δεν προκληθεί αποβολή, τα κουτάβια μπορεί να γεννηθούν θνησιγενή ή με νευρολογικά συμπτώματα. Παρά την υψηλή μεταδοτικότητα και νοσηρότητα, ο ιός είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στις περιβαλλοντικές συνθήκες και καταπολεμάται αποτελεσματικά με τις συνήθεις απολυμαντικές ουσίες.

Η διάγνωση της νόσου γίνεται από τον κτηνίατρο με βάση κυρίως το ιστορικό σε συνδυασμό με τα υπάρχοντα συμπτώματα ενώ η επιβεβαίωση, εάν απαιτηθεί, μπορεί να γίνει με διάφορες εργαστηριακές μεθόδους ταυτοποίησης του ιού. Ειδική θεραπεία έναντι του ιού δεν υπάρχει. Η αντιμετώπιση συνίσταται στην παροχή υποστηρικτής αγωγής και φροντίδας, ενώ λόγω της βαριάς κατάστασης και των επιπλοκών τα ζώα πεθαίνουν ή υποβάλλονται σε ευθανασία. Τα νευρολογικά συμπτώματα, τα οποία έχουν φτωχή πρόγνωση για ανάρρωση, ενδέχεται να εμφανιστούν μετά την υποχώρηση των υπόλοιπων συμπτωμάτων ή ακόμα και αν τα τελευταία δεν εκδηλωθούν. Εφόσον τεθεί η υποψία ακόμα της νόσου τα ζώα πρέπει να περιορίζονται αυστηρά (καραντίνα) για την αποτροπή διασποράς του ιού, να χορηγείται υποστηρικτική αγωγή με βάση τα συμπτώματα, ενώ αν η πρόγνωση είναι φτωχή τότε η ευθανασία αποτελεί επιλογή.

Η μόνη προστασία έναντι του ιού είναι πρόληψη με τον εμβολιασμό των ζώων με τα διαθέσιμα πολυδύναμα εμβόλια, αρχικά με τουλάχιστο 3 εμβολιασμούς σε κουτάβια σε μεσοδιάστημα 2-4 εβδομάδων, τον 1ο ετήσιο αναμνηστικό εμβολιασμό και τους αναμνηστικούς εμβολιασμούς κατά την ενήλικη ζωή. Εμβολιασμένα ζώα μπορούν να μολυνθούν και να νοσήσουν εάν είναι ανοσοκατασταλμένα και έχουν έρθει σε επαφή με μολυσμένα ζώα. Έναντι του ιού μπορούν να εμβολιαστούν, πέραν των σκύλων, και τα κουνάβια (ferrets) η δημοτικότητα των οποίων σαν κατοικίδια αυξάνει σταδιακά στον τόπο μας, ωστόσο σε μικρό αριθμό ζώων μπορεί να εμφανιστούν ανεπιθύμητες ενέργειες σχετιζόμενες με αλλεργική αντίδραση.

Μολονότι δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η έκταση που θα λάβει η έξαρση που έχει ξεσπάσει, ρόλο στη διασπορά του νοσήματος ενδέχεται να παίξουν τα μολυσμένα περιφερόμενα ζώα, όπως αδέσποτοι σκύλοι ή ζώα της άγριας πανίδας, και τα ελλιπή υγειονομικά μέτρα προστασίας από το προσωπικό που έρχεται σε επαφή με μολυσμένα ζώα. Για το σκοπό αυτό συνίσταται στους ιδιοκτήτες ζώων να φροντίσουν για την επικαιροποίηση των εμβολιασμών των σκύλων τους στον κτηνίατρό τους. Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δε απαιτείται πανικός. Τέλος, να σημειωθεί πως αν και ο ιός CDV είναι συγγενικός του ιού της ιλαράς του ανθρώπου, εντούτοις δεν εγκυμονεί κίνδυνος για τη δημόσια υγεία.

 

Επιμέλεια άρθρου

Παναγιώτης Κόκκινος

Κτηνίατρος

Σχετικά νέα

X
Translate »